ταμίη

ταμίη
τᾰμῐ-η, [suff] τᾰμῐ-ης, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. for ταμία, ταμίας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταμίη — ἡ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. ταμία …   Dictionary of Greek

  • ταμίη — τάμιας one who carves and distributes masc voc sg (epic ionic) ταμία housekeeper fem nom/voc sg (epic ionic) ταμίας masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμία — και επικ. και ιων. τ. ταμίη, ἡ, Α γυναίκα που έχει την οικονομική διαχείριση τού σπιτιού, η οικονόμος τού σπιτιού («γυνὴ ταμίη..., ἣ πάντ ἐφύλασσε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταμίας] …   Dictionary of Greek

  • ημί — ἠμί (Α) 1. (το α εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτι αλλιώς μόνο στο γ εν. ήσι) λέγω 2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”